- κλεψίαμβος
- κλεψίαμβοςmusical instrumentmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλεψίαμβος — κλεψίαμθος, ὁ (Α) 1. είδος εννεάχορδου μουσικού οργάνου 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) οἱ κλεψίαμβοι «μέλη τινὰ παρά Ἀλκμᾱνι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ τού κλέπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κλεψ α) + ίαμβος (< ἴαμβος), πρβλ. χορ ίαμβος, χωλ ίαμβος] … Dictionary of Greek
κλεψιάμβους — κλεψίαμβος musical instrument masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψίαμβοι — κλεψίαμβος musical instrument masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek